Λαμ’παδόρος
Πρωτογενή παράγωγη
Καταγραφή αλιευτικού τομέα
Ιστορικό αρχείο Κοινότητας Κατούνας
Λαμ’παδόρος
Μια αλιευτική ειδικότητα που υπάρχει πιά μόνο στις αναμνήσεις μας !
Με τον όρο πολιτισμική μνήμη, που εισήγαγε ο αιγυπτιολόγος Jan Assmann, δεν εννοούμε την ανάμνηση πρόσφατων γεγονότων, αλλά τις παραδόσεις που μεταβιβάζονται προφορικά ή γραπτά στα μέλη μιας κοινότητας.
Γρι – γρι μια τεχνική ψαρέματος που βασίζεται πρωτίστως στο φως
<< Η πλειονότητα των θαλάσσιων ασπόνδυλων οργανισμών εμφανίζει θετική απόκριση προς τις φωτεινές πηγές κατά τη διάρκεια της νύχτας, ιδιότητα που την ονομάζουμε θετικό φωτοτροπισμό >>
Το Γρι Γρι αποτελούνταν από το μεγαλύτερο σκάφος που ονομαζόταν ( Μεγάλο ) , ένα μικρότερό σκάφος το Πισ’νό και 4-5 μικρότερα βαρκάκια που ονομάζονταν Λάμ’ποβαρκες η Λάμ’πες τύπου Μπότη ή Γαΐτα
( Κατασκευάζεται μόνο σε μέγεθος βάρκας, που σπάνια ξεπερνά τα 6 μέτρα. Έχει το πλωριό ποδόσταμά της λιγότερο κυρτό από αυτό του τρεχαντηριού. Γενικά η γαΐτα είναι πιο μακρόστενο σκαρί από το τρεχαντήρι )
Χειριστής του μεγαλύτερου σκάφους ήταν ο Καπετάνιος ( συνήθως ο ιδιοκτήτης ) , και του πισ’νού ο Δεύτερος.
Στις βάρκες με τα φωτά εργάζονταν οι Λαμ’παδόροι.
Η τεχνική ήταν απόλυτα βασισμένη, στο φως των λαμ’πόβαρκων, γι’ αυτό και η εργασία γίνονταν την αφέγγαρη νύχτα , διάρκειας 25 ημερών περίπου το μήνα ( Σκοτάδι ) και οι επόμενες μέρες , το Μπαιντούζι , ήταν μέρες ξεκούρασης και επισκευής των διχτυών.
Λιόκριση – Πανσέληνος
Μια περίοδος που είναι χαραγμένη στο μυαλό όλων μας. 25 μέρες σκοτάδι και 5 μέρες χαράς, ανταμώματος, ξεκούρασης . Έτσι μεγαλώσαμε, έτσι γαλουχηθήκαμε και έτσι έρχεται ακόμα νωπό στο μυαλό μας το Μπαϊντούζι, η χαρά, ο γυρισμός των δικών μας ανθρώπων.
Η απίστευτη σκληρότητα της ειδικότητας του λαμ’παδορου έκανε τους αλιεργάτες να την αποφεύγουν , παρότι στο μοίρασμα των αλιευμάτων ο λαμ’παδόρος έπαιρνε 2 και 1/4 του μεριδίου
Κατά τις 4-5 το απόγευμα το Λιμάνι της Λυγιάς έσφυζε από ζωή, οι αλιεργάτες με τα καλάθια και τα μπακράτσα ( αλουμινένια δοχεία , για το φαγητό της νυχτός) στα χέρια άρχιζαν να μαζεύονται
Το πληρώματα αποτελούνταν από άντρες του χωριού , κατέβαιναν με τα πόδια από την Κατούνα στη Λυγιά , περίπου 3 χιλιόμετρα σε κακοτράχαλους δρόμους.Τα καφενεία γέμιζαν με πελάτες.
Από της 4-5 το απόγευμα μέχρι 8 το πρωί , 15 περίπου ώρες εργασίας καθημερινά οδήγησε τους γριγριτζίδες , στην ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου περιπαίγματος μεταξύ τους, ώστε να ανυψώνετε το ηθικό τους και να περνούν , οι υπερβολικές ώρες εργασίας .
Ο προφορικός τους λόγος αποτελούνταν από απίστευτες ιστορίες αναπόλησης του παρελθόντος –Θυμάσαι τότε — Θυμάσαι τότε !!
Εντολή του Καπετάνιου για αναχώρηση . Οι λαμ’παδόροι με τα κουπιά στοιχίζονται ώστε να δέσουν ο ένας πίσω απ τον άλλο .Η πορεία μπορούσε να διαρκέσει πολλές ώρες, ανάλογα τον προορισμό .
Το ταξίδι μέχρι τις καλάδες , πολλές φορές βασανιστικό ανάλογα τον καιρό και την απόσταση π.χ ΠΑΤΡΑ – ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ – ΚΕΡΚΥΡΑ- ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ περιπου , 7-8 ώρες πορεία .
Και εδώ ξεκινούσε η μοναξιά του λαμ’παδόρου.
Τα πληρώματα των καϊκιών κουβέντιαζαν, είχαν συντροφικότητα . Ο Λαμ’παδόρος ήταν μόνος του στο ανοιχτό πέλαγος .
Πιθανός προορισμός η ΑΓΡΙΑ !
Ετσι λέγονταν το ΙΟΝΙΟ πέλαγος βόρεια της Λευκάδος .
Όταν έφτανα στο σημείο της καλάδας άρχιζε το σκανταγιάρισμα , η εύρεση του σημείου που θα φουντάρει η βάρκα . Αμόλα ! φώναζε ο καπετάνιος και κάθε βάρκα έλυνε το σχοινί, ο λαμ’παδορος έριχνε το σίδερο στη θάλασσα . Το βάθος πολλές φορές τρομακτικό 80 – 100 οριές ( 180 περίπου μέτρα )
Ένα βαρκάκι χωρίς μηχανή , χωρίς τηλέφωνα και αξεσουάρ , μόνο του στο πέλαγος .Η προετοιμασία για το σκοτάδι που ερχόταν, άρχιζε .
Τρομπάρισμα στις μπουκάλες για να αποκτήσουν πίεση . Άναμμα της μαλαστούπας , η οποία μετέφερε τη φωτιά στον αμίαντο και το χαρακτηριστικό ( σε όσους έχουν ψαρέψει με πυροφάνι ) σφύριγμα ξεκινούσε .
Μπορούμε να φανταστούμε τις νύχτες αυτές, ανοιχτά στο Κάθισμα ή στη Σέσουλα , όπου δεν υπήρχε κανένα φως στη στεριά .Ο Λαμ’παδόρος μόνος , με τους ήχους της θάλασσας .Οι ανάσες τον δελφινιών , το σφύριγμα του άνεμου , ο παφλασμός των κυμάτων
Το αμπάρι ήταν το κρεβάτι τους, ήταν ο χώρος που τους προστάτευε .Το φαγητό στο Μπακράτσι, ( ψάρια τηγανιτά ,ντομάτα, σφήνα τυρί , λίγο ψωμί και κάνα φρούτο ).
Ο ύπνος διακεκομμένος, η μπουκάλα ήθελε συχνά τρομπάρισμα , ο Καπετάνιος κάθε τόσο φώναζε -Βλέπ’ς τίποτα !! Εννοώντας αν έχουν μαζευτεί ψάρια κάτω απ΄ τη βάρκα.
Τα σημάδια βασίζονταν στην πανάρχαια παρατηρητικότητα τους .
Γυάλισμα φευγαλέο Γάβρος , γυάλισμα συνεχόμενο Φρίσσα , Μπούρμπ’λο ( Φυσαλίδες κάτω απ τη βάρκα ) μπορεί να ήταν Σαρδέλα ή Κολιός ή Μπούρμπ’λο χοντρό Σταυρίδια
Η εντολή ακούγετε μεσ’ τη νύχτα -Λέβα , Ο Λαμ’παδορος σηκώνει με τα χέρια την άγκυρα βάρους αρκετών κιλών από μεγάλα βάθη . Κωπηλατώντας έπρεπε να μένουν στο κέντρο του κυκλικού διχτυού , πολλές φόρες με ισχυρό αέρα και δυνατά ρεύματα .
Ανάλογα με τις ενδείξεις των ψαριών , έσμιγαν όλες μαζί σε μιά καλάδα . Και το ίδιο σκηνικό μπορεί να επαναλαμβάνονταν αρκετές φόρες σε μια βραδιά .
Οι αλλαγές έρχονται. Μπουκάλες με προπάνιο , Βυθόμετρα , Αναβατόρια, Λόγο κόστους και αλλαγής της τεχνικής το γρι γρι πέρασε στο μονοκάικο .
Τα Ρομπότ αντικατέστησαν τις Λαμ’ποβαρκες και ο Λαμ’παδόρος έχει περάσει για πάντα στη σφαίρα της Λήθης
Αφιερωμένο στους μοναχικούς ψαράδες :
Μάκια , Μπέκο ,Ζεματούρα ,Γογάκια ,Πατσούρα , Σωφρόνη , Κουτρουμπή , Στεφανή , Γιακόβη , Μπουρτζούνα, Μουτζουρίλα , Φώτη , Αμπζή , Σταυράγγελο, Κοτρότσο και άλλους πολλούς
Τεχνική ορολογία
Λαμ’πόβαρκα ή Λάμ’πα Η βάρκα που έφερε τα δυο φωτιστικά σώματα
Γλόμπος ή Λαμ’πογυάλι : Γυάλινο ημισφαιρικό εξάρτημα της λάμπας , προκαλούσε καλύτερη διάχυση του φωτός που παράγονταν απ τον αμίαντο
Αμίαντος : Η φλόγα του εξαερωμένου πετρελαίου αρχικά και υγραερίου αργότερα , πυρακτώνει ένα σφαιρικό πλέγμα αμιάντου, που περιέχει οξείδια σπάνιων γαιών Θόριο και Δημήτριο και που όταν αυτά θερμανθούν ακτινοβολούν έντονα.
Π’λος : Πήλινη βάση όπου δένονταν ο αμίαντος
Μπέκ : είναι τα εξάρτημα μέσω του οποίου το καύσιμο διασκορπίζεται στο θάλαμο καύσης του πηλού
Καμπούρα : Σωλήνας σύνδεσης Μπέκ και Πηλού
Βελόνα : Εργαλείο καθαρισμού του Μπέκ
Μπ’κάλες : Μπουκάλες δοχεία που αρχικά περιείχαν πετρέλαιο . Τρομπάροντας διοχέτευαν αέρα με χειροκίνητη τρόμπα και λόγο υψηλής πίεσης το πετρέλαιο εξαερώνονταν και διοχετεύονταν στο Μπέκ.
Αργότερα έγινε αντικατάσταση με προπάνιο
ΣΧΑΡΑ : Η βάση των Λαμπών
Κοτσάρισμα : ιταλ. cozzare :συνδέω, προσαρτώ, πλευρίζω Το δέσιμο των βαρκών σε σειρά με 20 ὀργυιές σχοινί ανάμεσα τους για ρυμούλκηση
Οργυιά : «ανθρωπομετρική μονάδα μήκους» και ορίζεται ως το μήκος ανοίγματος των χεριών ενός ενήλικα, δηλαδή περίπου 1,8 έως 1,95 μέτρα. »
Κουπαστή : Το επάνω μέρος από τα τοιχώματα μιας βάρκας ή ενός πλοιαρίου, όπου υπάρχουν ειδικές υποδοχές για τα κουπιά
Μπούνια : Τρυπες στη κουπαστή που επιτρέπουν την επιστροφή του νερού που μαζεύεται εκεί στη θάλασσα
Σκαρμός : Το ξύλινο στήριγμα του κουπιού
Στρόμπος : το σχοινί όπου δένονταν τα κουπιά στο σκαρμό
Παπάς ή Μπίντα : Όρθιο, χοντρό, εξαγωνικό ξύλο που τοποθετούνταν κάθετα στην πλώρη της βάρκας για τη στήριξη του σχοινιού ρυμούλκησης
Μοράβια : ιταλ. moravia : εκλεκτή βαφή, χρώμα εξαιρετικής αντοχής που χρησιμοποιείται γιά τη βαφή των υφάλων της βάρκας
Αγάντα : αγαντάρω : υπομένω, αντέχω
Απίκου : ιταλ. a picco :καθέτως, η θέση της άγκυρας την ώρα που πρόκειται να αποσπασθεί από το βυθό (Είμαι ακριβός πάνω απ την άγκυρα )
Αρόδο : ιταλ. a rota :Η βάρκα που βρίσκεται μακριά από την ακτή και σε αναμονή γιά αναχώρηση
Μαλαστούπα : είναι γενικά το βρεγμένο στουπί
Σένιο : ιταλ. a segno : έτοιμο στη θέση του- με τάξη, ευπρέπεια
Βερίνα, η : γαλλ. verine :κόμπος, στρίψιμο των σκοινιών
Βιράρω : ιταλ . virare : Τραβώ το σκοινί για να σηκώσω την άγκυρα, φεύγω
Σίδερο : Η άγκυρα
Γάσσα, : ιταλ. gassa : ναυτικός κόμπος , κομποθηλειά με την οποία γίνεται η πρόσθεση ή η σύνδεση με άλλο σκοινί
Καβατζάρω : βεν . cavetzar : παρακάμπτω ακρωτήρι
Καλάδα, η : βεν. calada :βύθισμα των διχτυών.
Κάβος , ο : ιταλ. cavo : απόκρημνο ακρωτήρι – χοντρό σκοινί
Καλαφατίζω : ιταλ. calafatare :πισσάρω τα κενά που δημιουργούνταν στα ξύλα
Κοτσάρω : ιταλ. cozzare :συνδέω, προσαρτώ, πλευρίζω
Κ’βέρτα, η : βεν. coverta :το κατάστρωμα
Ματίζω : ενώνω, μπαλώνω
Μπαρκάρω: ιταλ. imbarcare : επιβιβάζομαι, γίνομε πλήρωμα
Νιτσεράδα, η : ιταλ. incerata : αδιάβροχο από μουσαμά
Ορτσα : ιταλ. orza : στρέψε την πλώρη προς τον άνεμο
Ποδίζω : – απομακρύνω την πλώρη από την κακοκαιρία του ανέμου
Σπλόνω : μένω προσωρινά σε απάνεμο μέρος λόγω κακοκαιρίας
Σκανταγιάρω : ιταλ. scandagliare : βυθομετρώ, ρίχνω σκαντάγιο (=οργανο βυθομέτρησης)
Σκάντζα βάρδια, η : βεν. scansa la vardia! : αλλαγή βάρδιας
Τσίμα, η : ιταλ. cima :η κορυφή, η άκρη
Φούντο, το : λατ. fundus : o βυθός – πόντισμα, βύθισμα
ΒΟΓΑ: Σπρώξε
ΚΟΡΑΚΙ: Το πάνω μέρος του πλωριού ποδοστάματος
Κ’ΒΕΡΤΑ: Το επάνω μέρος της βάρκας
ΠΡΥΜΑΤΣΑ: Σχοινιά της πρύμνης
ΦΕΡΜΑ: Τέντωσε
Τέντα : τριγωνική κατασκευή από μουσαμά στην είσοδο του αμπαριού
Ψώνι : καθημερινό μερίδιο απ τα ψάρια
Τσιμπάρισμα δέσιμο των χαλών της άγκυρας με ελαφρύ σχοινί ώστε όταν μαγκωσει το σίδερο να το ανασύρουν ανάποδα
Ντούκια , από το βενετσιάνικο ducia.σημαίνει:μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), τα σχοινιά να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση
Πορκάδο : Όταν βρίσκονταν εκτός έδρας π.χ ΠΑΤΡΑ – ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ – ΚΕΡΚΥΡΑ- ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ έπαιρναν επιπλέον 8% επί των καθαρών κερδών