Τα προβιομηχανικά ελαιοτριβεία στην Κατούνα Λευκάδας


Η μνήμη του τόπου: Τα προβιομηχανικά ελαιοτριβεία στην Κατούνα Λευκάδας

 

(Ιστορικό αρχείο κοινότητας Κατούνας) –                   Έτος 1939/40 εκ φορολογίας 17.335 λάτες καρπός  ( 260.000 κιλά )   παραγωγή 51.810  οκάδες  ή  67.353 κιλά λάδι

Γεωργική στατιστική έρευνα 1975                                 46.000 ελαιόδεντρα , παραγωγή σε καρπό 320.000 κιλά , Ελαιοτριβεία 2-  ποσότητα ελαιολάδου 85.000 κιλά

Γεωργική στατιστική έρευνα 1978                             46.000 ελαιόδεντρα , παραγωγή σε καρπό 1.000.000 κιλά , Ελαιοτριβεία 2- ποσότητα ελαιολάδου 250.000 κιλά ( έτος σοδειάς )

Γεωργική στατιστική έρευνα 1982                                 52.300 ελαιόδεντρα , παραγωγή σε καρπό 560.000 κιλά , Ελαιοτριβεία 2- ποσότητα ελαιολάδου 140.000 κιλά

 

Έτσι οι μνημονικοί τόποι γεννώνται και παίρνουν ζωή από την αίσθηση ότι δεν υπάρχει πλέον αυθόρμητη μνήμη

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΜΠΑΔΑ

Το θέμα μου είναι η μνήμη του τόπου, όπως την καταγράφει ιστορικά το παραδοσιακό, προβιομηχανικό ελαιοτριβείο ως δομημένος χώρος, ως τεχνική και τεχνολογία, αλλά και ως χώρος, που γινόταν και συνεχίζει να γί­νεται  χώρος κοινωνικής δράσης και επικοινωνίας.

Τόπος, όπου οι άνδρες και οι γυναίκες οι παλιοί λι’τροβιουαραίοι και οι καραβο­κύρηδες,  οι σέμπροι και τα αφεντικά, οι αργάτισσες και οι νοικοκυρές, τα δρώντα δηλαδή ιστορικά υποκείμενα της προβιομηχανικής κοινωνίας και του πολιτισμού, συνεχίζουν να παράγουν και να καταθέτουν τη δική τους επε­ξεργασμένη άποψη για την υλική υπόσταση της κοινωνίας, που έζησαν (στην προκειμένη περίπτωση για την ελιά και το λιοτρουβειό) και για το πολιτι­σμικό τους παρελθόν και παρών.

Μιά πρώτη προσέγγιση και μελέτη της υλι­κής μνήμης του χωριού Κατούνα [1] Λευκάδας, της συλλογικής και της βιωμένης εμπειρίας των ανθρώπων, έδειξε ότι τα παλιά ελαιοτριβεία [2]   που στέ­κουν ακόμα κυρίαρχα μέσα στην πλατεία του χωριού ή γύρω από τα κεν­τρικά του σοκάκια- ενεργοποιούν με έναν αξιοπρόσεκτο τρόπο την ιστορική και κοινωνική μνήμη των ανθρώπων του χωριού, που τα καθιστούν μνημονικούς τόπους [3],  ικανούς να παρέχουν τους όρους για την κατανόηση των συν­θηκών της ζωής τους και των κοινωνικών σχέσεων στο παρόν

Η συλλογική μνήμη

Η Κατούνα Λευκάδας είναι ένα παλιό χωριό, που ανάγει την ιστορία του τουλάχιστον στον 17ον αιώνα[4]·. Η συλλογική μνήμη καταγράφει την καταγωγή των πρώτων κατοίκων του από την Κατούνα Ξηρομέρου της Ακαρνανίας, απ’ όπου μερικές οικογένειες ή σόια ξεκίνησαν κι ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στον απέναντι από την Ακαρνανία τόπο, που ονόμασαν επίσης «Κατούνα» και έκτισαν και την εκκλησία του δικού τους άγιου, του Αγίου Βάρβαρου[5] .

Το χωριό είναι κτισμένο σε μια πλαγιά ύψους 200 περίπου μέτρων και σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τη θάλασσα, στην αρχή του κόλπου της Λυγιάς κι απέναντι από την Ακαρνανία, επτά μόλις χιλιόμετρα από τη Χώρα. Η Κατούνα καταγράφεται ως ένας από τους παλαιότερους οικισμούς[6] του νησιού, όπου κατοικούσαν στην πε­ρίοδο της οθωμανικής κατοχής μόνο Χριστιανοί (Έλληνες). Οι κάτοικοι του χωριού, λίγοι ή περισσότεροι αργότερα και πάλι λιγότεροι στα 1836[7] στήριξαν  την επιβίωσή τους στα λίγα στρέμματα γης που κατείχαν[8] ,  στο ψάρεμα[9], στα προϊόντα του αμπελιού[10] και της ελιάς[11].

Με το πέρασμα του χρόνου άλλαξε η γεωγραφία των καλλιεργειών και οι κάτοικοι του χωριού όλο και περισσότερο ανακάλυπταν ( μέσα από  συλλογικές ή ατομικές πρακτικές ) ότι το περιεχόμενο της δύναμης και της κοινωνικής τους καταξίωσης ήταν τα λιοστάσια και το λάδι. Η αποκλειστική σχεδόν στροφή στην ελιά και το λάδι ήρθε προς το τέλος του 19ου αιώνα – αρχές του 20ού[12] , όταν η οικονομική συγκυρία και οι απαιτήσεις της αγοράς  κατέστησαν το λάδι το σημαντικότερο αγροτικό προϊόν του χωριού και του νησιού ευρύτερα.

Ήταν τότε, που οι ελαιώνες αντικατέστησαν τα αμπέλια και κάλυψαν σιγά- σιγά τους λόφους, τις ημιορεινές περιοχές του χωριού και κατέβηκαν ως τη θάλασσα. Η γη ως τότε ανήκε στους κτηματίες της πόλης και σε κείνους, που ζούσαν έξω από τα όρια του χω­ριού. αλλά επένδυαν τον συσσωρευμένο από αλλού πλούτο στην αγορά της εδώ γης. Ένα μέρος ανήκε επίσης στο μοναστήρι του Άι Θανάση και στις εκκλησίες της Παναγίας και του Άι – Βαρβάρου και μόνο ένα μικρό μέ­ρος το μοιράζονταν οι πολλοί.

Οι τελευταίοι εξασφάλιζαν με έντονο εργασιακό ρυθμό την επιβίωση, δουλεύοντας στις ελιές σεμπρικά, μισακάρικα. με αργάτισσες. με τις γυναίκες της οικογένειας ή με μίσθωση απλή, τριτάρικη ή πεντάρικη[13]. Το πλεόνασμα της υποκατανάλωσις τους έπαιρνε το δρόμο της αγοράς, αλλά οι ίδιοι, απαντώντας στις πιέσεις του γεωγραφικού, οικονομικού και κοινωνικού παράγοντα ως οικογένεια, ως συγγένιο και χωριό, αναζητούσαν νέες στρατηγικές επιβίωσης και εξόδου από τα επίπεδα της φτώχιας, με βασικό οικονομικό προσανατολισμό και προσδοκία των οικογενειών – που καθόρισε στη συνέχεια τη φυσιογνω­μία του χωριού σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο – την κατοχή της γης και της παραγωγής του λαδιού.

Μόνο με τη γη και τις ελιές εξασφάλιζαν τον τίτλο του νοικοκύρη και μόνο μέσω αυτών έκλειναν τα καλά συνοικέ­σια , πετύχαιναν τους καλούς γάμους, εξοφλούσαν τα χρέη, κατοχύρωναν το κοινωνικό τους πρόσωπο και αποκτούσαν τον βαρύνοντα λόγο των ιδιοκτητών, των δυνατών. Έτσι οι οικογένειες καταμέριζαν την εργασία στις ελιές, στη βάση των σχέσεων που διαμόρφωνε το σύστημα διανο­μής[14] του προϊόντος της ελιάς και στη βάση του φύλου και της ηλικίας. αγνοώντας το όποιο επίπεδο των ατομικών προτιμήσεων .

Τα κορίτσια π.χ. και οι γυναίκες ήταν «αργάτισσες» και «μαζώχτρες» στα λιοστάσια, οι άνδρες ήταν «τιναχτές». αλλά κυρίως ήταν εκείνοι που θα έφερναν το συμπληρωματικό εισόδημα, ακολουθώντας τους όρους της υποχρεωτικής τους εξόδου από το χωριό. Οι οικονομικοί πόροι από το ψάρεμα, από τη μετανάστευση, υπερπόντια στις αρχές του αιώνα[15] , από τη σταδιακή κά­θοδο στην πόλη, ο δανεισμός από την τράπεζα ικανοποιούσαν περισσό­τερο ή λιγότερο τους οικογενειακούς οικονομικούς στόχους: την επένδυ­ση δηλαδή στη γη. Σε αυτήν τη γη που άφησε το συγκυριακό στρώμα των εμποροκτηματιών της Χώρας[16] , το ξεπεσμένο αρχοντολόι λίγο πριν.

Οι ισχυρότεροι μάζεψαν μεγάλες εκτάσεις κι έτσι η εξουσία με το λιοστάσι και τη γη μεταφραζόταν, με σιωπηλή παραδοχή, σε εξουσία και δύναμη κοινωνική, που γινόταν κυριαρχική με τη δύναμη την οποία τους εξασφά­λιζε η κατοχή των μέσων μεταποίησης της παραγωγής, το λιοτρίβι. Ο βιω­ματικός λόγος ή οι σιωπές των ανθρώπων αφήνουν να εννοηθεί ότι τη δι­οίκηση του χωριού και την εκπροσώπησή του την επέβαλαν ή την ασκού­σαν όσοι κατείχαν τη γη και τις ελιές, τα «κεφάλια» ή οι «προύχοντες», όπως τους αποκαλούν μεταξύ τους.

Τα παλιότερα ελαιοτριβεία

Τα παλιότερα ελαιοτριβεία ήταν των εκκλησιών της Παναγίας και του άι Βάρβαρου, που δέσποζαν μέσα στο χωριό. Κάθε Άι Δημητρίου,  λιο­στάσια και ελαιοτριβεία έβγαιναν σε δημοπρασία και οι πλουσιότεροι άφηναν το περιθώριο να βγουν κερδισμένοι οι φτωχότεροι[17] , που θα δού­λευαν τη γη και το ελαιοτριβείο με το κέρδος τους. Εφαρμόζοντας στη συνέχεια τις αποφάσεις των εκτιμητών – που όριζαν με το άνοιγμα της αγοράς του λαδιού τα ποσοστά της αμοιβής του «λιοτρουβιάρη» σε λά­δι [18] , και μένοντας περισσότερο πιστοί στις συμφωνίες του προφορικού λόγου μεταξύ ανδρών (του νοικοκύρη και του καραβοκύρη), άρχιζε το «κάμωμα» της ελιάς κάθε σπιτιού, με τη σειρά που είχε ο νοικοκύρης τους (σ « αβαντόρος») εξασφαλίσει. Τα ελαιοτριβεία των «Γουρζαίων». «Διγεναίων»[19]. «Φωτεινού», «Λογοθέτη» δέσποζαν μαζί με αυτό της Πα­ναγίας και του άι Βάρβαρου μέσα στην πλατεία του χωριού και στα κε­ντρικά του σημεία.

Τα ελαιοτριβεία του χωριού είναι επιμήκη χαμηλά βιοτεχνικά κτήρια, δεκαπέντε έως είκοσι πέντε μέτρα μήκος και πλάτος μέχρι οκτώ μέτρα. Όσα σώζονται διατηρούν, πίσω από τις κλειστές τους πόρτες, σχεδόν ολόκληρο τον παραδοσιακό τεχνολογικό εξοπλισμό[20] , που είναι το απο­τέλεσμα της παλιότερης βιοτεχνικής εμπειρίας:

  1. Την αλεστική ή το αλώνι (με την κατάστρα. το ένα ή τα δύο λιθάρια, το κατάρτι κ.λπ. τον ζυγό), όπου αλέθονταν οι ελιές με λιθάρια και ο καρπός μετατρέπονταν σε ζυμάρι. Το ζώο και παλιότερα και ο εργάτης πηγαινοέρχονταν ατέλειωτα γύρω από το αλώνι, ακολουθώντας τους πε­ριορισμούς και τις δεσμεύσεις μιας πανάρχαιας τεχνικής.
  2. Τον πάγκο και πάνω σ’ αυτόν την τέψα. Εκεί πάνω γεμίζονταν με ένα σιδερένιο πιάτο ένα – ένα τα σακιά,  τα τσολιά, με τον καρπό- ζυμάρι.
  3. Το καζανοστάσι: Υπερυψωμένο μέρος, όπου είχαν τοποθετημένο το καζάνι, με συνεχή φωτιά για το βράσιμο του νερού, που μεταφέρονταν με ένα σωλήνα στη «μηχανή», στο πιεστήριο.
  4. Το πιεστήριο: Η μηχανή σιδερένια από το 1900 περίπου ξύλινη παλαιότερα. ηλεκτροκίνητη τελευταία στο ελαιοτριβείο του Συνε­ταιρισμού. Όλο το σύστημα ακουμπά πάνω σε πέτρινη βάση, ατόφια, διαστάσεων δύο μέτρων μήκους, ενός πλάτους και 0.60 περίπου πάχος (η πλάντρα). Στην επιφάνεια έχει ένα μεταλλικό ταψί, την «τέψα». όπου οι «λιουτροβιαραίοι» (εικ. 3) τοποθετούσαν το ένα πάνιο στο άλλο τα γεμι­σμένα με ζυμάρι σακκιά (τα τσόλια). ώσπου δημιουργούσαν μία στάση, αποτελοόμενη από πενήντα ή περισσότερα σακκιά. Στη συνέχεια, γύρι­ζαν δύο «λιουτροβιαραίοι» τις ξύλινες ή σιδερένιες μανιβέλες, κατεβάζο­ντας την παλιά ξύλινη πλάντρα ή τη βίδα αργότερα, τον κοχλιωτό άξονα, που πίεζε τα σακκιά και έκανε να βγει το λάδι με τα υγρά του. που έπε­φτε μέσα σε μια ξύλινη ή πέτρινη σκάφη. II τελευταία χωρίζονταν στα δύο και καθώς το λάδι είναι ελαφρύτερο, κυλούσε προς τη μια πλευρά, ενώ στην άλλη παρέμενε το νερό, «ο λιόσμος».
  5. Το βίτζι ή εργάτης παλιότερα,  εξάρτημα έλξης της μεγάλης μανιβέ­λας της μηχανής ολοκλήρωνε τη διαδικασία της πίεσης του καρπού. Ότι απόμεινε τα λιοκόκκια, τα συγκέντρωναν και δίνονταν στα εργοστάσια για την παραγωγή της πυρήνας
  • Οι μονάδες μέτρησης, οι χώροι αποθήκευσης, τα μέσα μεταφοράς:
  •  Οι λάτες (τενεκέδες): Η κάθε λάτα χωράει 14 – 15 κιλά ελιές. H κά­θε στάση στη μηχανή έπαιρνε το ζυμωμένο καρπό από 13 – 14 λάτες και έδινε 5 -6 μέτρα λάδι, δηλαδή 30 – 36 οκάδες λάδι, αν υπολογίσουμε ότι το κάθε μέτρο αντιστοιχεί  σε 16 καρτούτσα. που μεταφράζονται σε 6 πε­ρίπου οκάδες λάδι.
  • Το καρτούτσο: μονάδα μέτρησης του λαδιού, που ισοδυναμεί με μισό λίτρο.
  • Η πίντα: μονάδα μέτρησης του λαδιού, που ισοδύναμε με τέσσερα καρτούτσα.
  • Το ξάι: Η αμοιβή του ελαιοτριβείου σε λάδι (1/10 περίπου της παρα­γωγής του κάθε νοικοκύρη). Το λάδι συγκεντρωνόταν στο ξάι. στα μεγά­λα πήλινα δοχεία, τις καπάσες.
  • Ματζάρα: Ξύλινο βαρέλι, όπου στράγγιζαν οι λιοτροβιαραίοι τα δο­χεία (ασκιά ή ‘σχοπούλια) μετά τη μεταφορά του λαδιού στο σπίτι του νοικοκύρη. Λυτά τα στραγγίσματα ήταν η ξεχωριστή πρόσθετη αμοιβή των εργατιόν.
  • Οι βαρέλας: Χώρος αποθήκευσης του λαδιού του ελαιοτριβείου. Η κά­θε βαρέλα έπαιρνε 66 λίτρα λάδι.
  • Τα ασκιά ή ‘σκοττούλια: Δερμάτινα δοχεία με τα οποία μετέφεραν το λάδι, την τελική απολαβή στο σπίτι του νοικοκύρη. Χρησιμοποιήθηκαν μέχρι το 1970. Στη συνέχεια η μεταφορά γινόταν σε μεταλλικά δοχεία.

Tαυτότητες του παρελθόντος

Πίσω από τα καλυμμένα από σκόνη και μνήμη[21] υλικά αντικείμενα βρί­σκεται η μνήμη ενός τόπου παραγωγής και αναπαραγωγής των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων. Τα ίδια τα ιστορικά οποκείμενα, οι ζωές τους, η δράση τους. Η μελέτη του βιωματικού λόγου εργατών, που δούλευαν στα ελαιοτρι­βεία του χωριού μας, καταθέτει την ατομική τους εμπειρία ως λιοτροβιαραίων.

Μια εμπειρία που ταυτίζεται με την τεχνική γνώση γύρω από την ελιά και το λάδι και παραπέμπει πρωτίστως στην ταυτότητα του προβιομηχανι­κού «εργάτη». Με αναφορές στις ιεραρχικά δομημένες εργασιακές σχέσεις, στην εξαντλητική εργασία, στην ασύμφορη αμοιβή, στο σύστημα των δανει­κών και του τραπεζικού χρέους, στην εξάρτηση, στην αξία της αλληλεγγύης μεταξύ τους και στην αίσθηση μιας υποβόσκουσας αντιπαλότητας με τους κατόχους των λιοστασιών και των ελαιοτριβείων, στην αναγκαστική, τέλος, προσαρμογή στους όρους μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πραγματικότητας. Αντίστοιχα, η ατομική μνήμη και εμπειρία των ισχυρών, των ιδιοκτητών, αναδεικνύει την πολιτισμική ταυτότητα και το στερεότυπο των ισχυρών μιας τοπικής παραδοσιακής κοινωνίας .

Η αναφορά στις ιεραρχικά δομη­μένες εργασιακές, αλλά και κοινωνικές σχέσεις, στους έντονους εργασιακούς ρυθμούς, και για τους ίδιους, στην τεχνική εμπειρία, στο αίσθημα της ευθύ­νης για τους πολλούς, στην πρακτική της κοινωνικής γενναιοδωρίας και στις σχέσεις έξω από το χωριό είναι μερικές από τις πρακτικές του λόγου και της δράσης των ιδιοκτητών. Καθώς οι αφηγηματικές φόρμες των λιοτροβαραίων. των ιδιοκτητών, των γυναικών και των ανδρών είναι περίπου ίδιες[22], επαναλαμβανόμενες αυτό-αναπαραστάσεις, αναδεικνύονται τα κοινά στε­ρεότυπα (των λιοτροβιαραίων. του καραβοκύρη. των γυναικών εργατριών, των γυναικών των αφεντικών. των νοικοκυραίων κ.λπ.).

Που συγκροτούν τις ταυτότητες του παρελθόντος και του παρόντος, ενώ φανερώνουν τις αυστη­ρά διαρθρωμένες στη βάση του φύλου, της ηλικίας και της σειράς παραγω­γικές σχέσεις: Οι άνδρες. οι νέοι άνδρες: ήταν οι λιοοτροβιαραίοι. που έκα­ναν την επεξεργασία, τη μεταφορά, το μέτρημα μαζί με τον ιδιοκτήτη του ελαιοτριβείου και τον νοικοκύρη του καρπού. Οι άνδρες νοικοκυραίοι: πη­γαινοέρχονται στο λιοτρίβι, μετρούν και υπολογίζουν το κέρδος, χαίρονται την απολαβή, κερνούν για τη σοδειά. Με μικρές δαπάνες κύρους κατοχυρώ­νουν μέσα στο χωριό το κοινωνικό τους πρόσωπο ως νοικοκυραίοι.

Οι γυναίκες, οι νέες γυναίκες: κουβαλούν τα ξύλα, κρατούν άσβεστη τη φωτιά στο καζάνι, φέρνουν από το πηγάδι ή τις πηγές το νερό. Πλέ­νουν τα τσόλια και τα τσουβάλια, τραπεζώνουν τους λιοτριβιαραίους και τον καραβοκύρη η κάθε μια με τη σειρά, όταν βγάζει το λάδι της. Παλιότέρα η γυναίκα του ιδιοκτήτη του ελαιοτριβείου αναλάμβανε το φαγητό των εργατών ανδρών σχεδόν καθημερινά.

Η γεροντική ηλικία: Η  μεγάλη ηλικία των ανδρών και των γυναικών παίρνει τη θέση της γύρω από τη φωτιά  δίπλα στο καζάνι και δρα μέσα από την κουβέντα και το σχόλιο – που μικραίνουν το χρόνο του πολύωρου μόχθου των εργατών – ως συντελεστής και εκτιμητής ταυτόχρονα της καθη­μερινότητας του ελαιοτριβείου, της γειτονιάς, του χωριού, της χαράς του και της λύπης του.

Έξω από αυτό, στα πεζούλια , κάθονται τα παιδιά και οι γεροντότεροι όταν έχει ήλιο, και κοντοστέκονται οι νέες γυναίκες προτού βιαστικές απομακρυνθούν από έναν τόπο, που ανήκει στη σφαίρα των αν­δρών και των γερόντων. Ρόλοι εθιμικά και κοινωνικά υπαγορευμένοι, που επαναλαμβάνονται και επικυρώνονται μέσα στον μικρόκοσμο του ελαιοτρι­βείου το οποίο λειτουργεί οκτώ περίπου μήνες τον χρόνο και που μετατρέπεται σε τόπο κοινωνικής συνάθροισης και δράσης.

Οι ντόπιοι συνεχίζουν να μαζεύονται πραγματικά και νοητικά γύρω του και η μνήμη το καθιστά τόπο συλλογικής δράσης και αναφοράς, που ερμηνεύει καθησυχαστικά τους όρους της ζωής τους στο παρόν. Καθημε­ρινά στις πεζούλες των ερμητικά κλειστών ελαιοτριβείων, όπου οι άνδρες και οι γυναίκες κάθονται, τα παιδιά παίζουν και το απόβραδο οι νέοι συ­ζητούν.

Το θέατρο της μνήμης στήνεται και ο λόγος ή η σιωπή ανακατα­σκευάζουν μέσα τους το παρελθόν, που τώρα πια ο καθημερινός μόχθος στις ελιές και στο λιοτρίβι, η φτώχεια για τους περισσότερους, ντύνονται με τη μνήμη και την εμπειρία του γέλιου και της χαράς, με τη μνήμη των καλών γάμων και. περίεργα. με τη μνήμη της καλοπέρασης και του πανη­γυριού . Το λιοτρίβι είναι ένας ήρεμος μνημονικός τόπος, που τους επιτρέπει να κατανοήσουν το παρόν. Πώς αλλιώς θα ήταν ανεκτό άλλωστε ένα παρόν που έχει σημαδευτεί από την ερήμωση, την απουσία των δικών, τη σιωπή και τελευταία από την ανήσυχη αλλαγή που φέρνει το άνοιγμα του τουρισμού και η εγκατάσταση νεόφερτων κατοίκων;

Πώς αλλιώς η κυρά Ζωή, η κυρά-Βαγγέλιο, η κυρά Ελένη, που ήρθε μικρή πρόσφυγας ολομόναχη στο χωριό, μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και δούλεψε ατέλειωτα «αργάτισσα στις ελιές» και στο λιοτρουβειό στα « λιοκκόκια». αλλά τώρα ήρεμη περνά τα γηρατειά της με πλούσια τη φροντίδα των ξενιτεμένοι παιδιών της. θα μπορούσε να καταλάβει τη φυγή τους, να συγχωρήσει, όπως μου είπε, «το ότι το λιοστάσι που αυτή κι ο άντρας της απόκτησαν ημερεύοντας για χρόνια το λογγιασμένο τόπο του Σπύρου και πήραν αυτοί τα δώδεκα στρέμματα κι ο Σπύρος τα δεκαοκτώ (με συμφωνία ανά πεντάρικο) έμεινε ακάμωτο και πνίγηκε πάλι στις βατσ’νιές»;

Συμπερασματικά. θα ήθελα να σημειώσω ότι οι ίδιοι οι λιοτροβιαρέοι, ο καραβοκύρης, οι αργάτισσες. οι χωρικοί, με παρότρυναν να σκεφτώ  ότι  όπου ο χρόνος συνεχίζει να βιώνεται ως κοινωνικός και ο χώρος να γίνεται τόπος  δεν υπάρχει κανένας ίσως λόγος να επιχειρούμε να στήσουμε άλλους μνημονικούς[23] ή καλύτερα μνημειοποιημένους τόπους (μετατρέποντας αυτούς σε Μουσεία, σε μνημεία βιομηχανικής κληρονο­μιάς κ.λπ.). Ειδικότερα, όταν αυτοί οι τόποι της μνήμης περιορίζουν το ρόλο τους στην αναπαράσταση της υλικής υπόστασης της προ καπιταλιστικής κοινωνίας, χωρίς να επιτρέπουν την ενεργοποίηση της ιστορικής και κοινωνικής μνήμης των ανθρώπων που βίωσαν αυτή την ιστορία, τη θυμούνται, άρα τη ζουν και δικαιούνται να καταθέτουν τη δική τους άπο­ψη και πρακτική για τη διαχείριση του πολιτισμικού τους παρελθόντος.

Οι γεροντότεροι και οι νεότεροι, όταν συζητούν για την ανάπτυξη του χωριού, για την επιβίωσή του, ζυγίζουν και αξιολογούν στη διαπραγμα­τευτική ικανότητα των λιοτριβιών τους, διστάζουν όμως να ανταποκριθούν θετικά στις προτάσεις για τη διάσωση και αξιοποίηση τους ως μου­σειακών χώρων. Ίσως γιατί φοβούνται ότι δε θα αναγνωρίζουν και πολύ τον εαυτό τους στις εξωτερικές κρατικές, επιστημονικές ενέργειες και πολιτικές[24] για τη διάσωση και τη διαχείριση της δικής τους βιωμένης πολιτισμικής εμπειρίας και μνήμης.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1]

Η παρούσα εργασία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης έρευνας, που επιχειρεί να ανιχνεύσει την υλική και πολιτισμική υπόσταση μιας τοπικής κοινωνίας μέσω της μνή­μης των αντικειμένων και τη βιωμένη εμπειρία των ανδρών και των γυναικών. Η έρευ­να γίνεται στο χωριό Κατούνα Λευκάδας από το 1999.

[2]

0 Π. Κοντομίχης υπολογίζει ότι στα χωριά υπήρχαν πριν το 1940 εκατόν εβδο­μήντα (170) περίπου ελαιοτριβεία και στην πόλη 10-15. Βλ. . Κοντομίχης.Τα γεωργικά της Λευκάδας. Αθήνα 1985. σ. 159.

[3]

Η «Μνήμη» ατομική / συλλογική αποτελεί πλέον το νέο αντικείμενο πολλών επιστημών και ίσως ο Piere Nora να έχει δίκιο, όταν σημειώνει ότι σήμερα «Μιλούμε τόσο πολύ περί μνήμης, επειδή δεν υπάρχει πλέον… II συνείδηση του χάσματος με το παρελθόν συγχέεται με την αίσθηση μιας μνήμης θρυμματισμένης, αλλά αυτό το ξέσχισμα ξυπνά ακόμη αρκετή μνήμη για να μπορούμε να θέσουμε το πρόβλημα της ενσάρ­κωσής της…».

[4]

Το χωριό Κατούνα αναφέρεται από τον Νεκτάριο Ζαμπέλη στις σημειώσεις του για τον σεισμό του 1630 (πρβλ. Π. Γ. Ροντογιάννης. Ιστορία της νήσου Λευκάδας, τ. 1 Αθήνα 1080. σ. 362.423).

[5]

Ό Αγιος Βάρβαρος είναι κτισμένος στο νότιο μέρος του χωριού και χρονολογεί­ται από το 1670. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν κτητορική εκκλησία των οικογενειών, που συγκροτούσαν τον κάτω μαχαλά του χωριού (Γουρζή. Κολόκα, Μπάλτσα. Βλάχου κ.λπ.). H άλλη κτητορική επίσης, εκκλησία είναι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και δεσπόζει στο άλλο μέρος του χωριού.

[6]

Σύμφωνα με την αναφορά του Στάθη Μαρίνου, τα στοιχεία των περιηγητών και τα φορολογικά οθωμανικά στοιχεία (βλ. γενικότερα Π. Ροντογιάννη.ό.π.,σ. 423).

[7]

Σύμφωνα με οθωμανικό τεκμήριο (καταστίχωση) η Κατούνα στα 1642/3 είχε 20 άτομα (φορολογικές μονάδες), που υπόκεινταν στον κεφαλικό φόρο (πρβλ.. Σπ. Ασδραχάς. Καταστιχώσεις του κεφαλικού φόρου (Λευκάδα, ιζ’ αι.), Πρακτικά Δ’ Συνεδρίου Επτανησιακού Πολιτισμού: Από την τοπική ιστορία στη συνολική: το παράδειγμα της Λευκάδας. 15ος – 19ος αιώνας (Λευκάδα. 8 – 12 Σεπτεμβρίου 1993). Λθήνα 1990. σ. 50.

Με βάση το Ενετικό Κτηματολόγιο, που καταγράφει τα περιουσιακά στοιχεία των κατοίκων των χωριών Φρύνι. Απόλπαινας. Καρυωτών και Κατούνας «Trossunto dci Benni posseduti dagl’ Abbittunti di Frini. Apolpena. Carioti. Catuna. pretesti per loro Patrimoniali», Το χωριό το 1726 9α πρέπει να υπολογίσουμε ότι έχει δημογραφική στασι­μότητα. Οι παλιότερες οικογένειες που καταγράφονται στην Κατούνα το 1726 είναι των: Πολύδωρου-Γουρζή-Πανδή- Φωτεινού – Τζανέτου. Σέρβου – Γαβρίλη – Σκλαβενίτη – Ξεροπόταμου – Βλάχου – Κερομύτη – Γιωργάκη – Λιαπάτη – Ραφτόπουλου – Κονδύλη – Κόπανου – Σγουρέλη – Αγιοβασιλιώτη – Κοντοπρία – Βλισανίτη (πρβλ. Π. Ροντογιάννης.ό. π..σ. 405).

Οι μεταγενέστερες απογραφές των Βενετών δίνουν την παρακάτω πληθυσμιακή εικό­να: το 1760 το χωριό έχει 218 κατοίκους και το 1788 μόνο 163. Ο πληθυσμός του αυξάνε­ται ξανά το 1824 (271 κάτοικοι) και στην απογραφή του 1836 το χωριό έχει 163 κατοί­κους. Πολλά στοιχεία για τη δημογραφική εξέλιξη του χωριού και του νησιού ευρύτερα δίνει η εργασία της Σεβ. Λάζαρη. Δημογραφικές πληροφορίες για τη Λευκάδα (1760. 1788. 1824. Πρακτικά Δ’ Συνεδρίου Επτανησιακού Πολιτισμού. Από την τοπική ιστορία στη συνολική: το παράδειγμα της Λευκάδας. 15ος – 19ος αιώνας (Λευκάδα. 8 – 12 Σε­πτεμβρίου 1993). Αθήνα 1996.σ. 211 – 255.

Δημογραφικά και άλλα επίσης στοιχεία δίνει «Το «Μητρώο Αρρένων της Κοινότητας Κατούνης επαρχίας Λευκάδος». που περιλαμβάνει τους γεννηθέντας από το 1829 μέχρι και το 1935. Παρακολουθώντας π.χ. την καταγραφή των γεννήσεων, διαπιστώνεται ότι νεόφερτες οικογένειες έχουν εγκατασταθεί στο χωριό (π.χ. των Ζαβιτσάνων (1836)  – Λογο­θέτη (1841) – Μαυροκέφαλου – (Θιακού. Βουκελάτου. Λάμπουρα. Φέτση. Θεριανού. Φρα­γκούλη . Γέωργάκη (1876). Μανωλιάση. Ρομποτή. Φρεμενίτη. Αραβαντή κ.λπ.).

Επίσης ότι ο μέσος όρος των γεννήσεων αγοριών μέχρι το 1870 ήταν περίπου πέντε ανά έτος.τις δύο επόμενες δεκαετίες ο μέσος όρος του αριθμού γεννήσεων αγοριών διπλασιάζεται (10) και διατηρείται σε αυτά τα επίπεδα ώς το τέλος του αιώνα. Μια δημογραφική μείωση γεννή­σεων εμφανίζεται την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και συνεχίζεται, με εξαίρεση τις χρονιές από το 1910 έως το 1914.οπότε καταγράφεται σημαντική αύξηση.

[8]

Με βάση το Ενετικό Κτηματολόγιο, που καταγράφει τα περιουσιακά στοιχεία των κατοίκων των χωριών Φρύνι. Απόλπαινας. Καρυωτών και Κατούνας «Trassunto dei Benni posseduti dagl’ Abbittanti di Frini. Apolpena. Carioti. Catuna. prettesi per loro Patrimonial». 1726 (πρβλ. Π. Ροντογιάννης.ό. π.,σ. 431-335) ο μέσος όρος έγ­γειος ιδιοκτησίας των κατοίκων του χωριού προς το τέλος του 17ου αιώνα ήταν εννέα στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. ένδεκα περίπου μεροδούλια αμπέλια και επτά ρίζες ελιές. Καταγράφεται επίσης και το μέγεθος μεγαλύτερης ιδιοκτησίας από την οικογέ­νεια Γουρζή (113 στρέμματα χωράφια. 33 μεροδούλια αμπέλια και 27 ρίζες ελιές

[9]

Τη χρονική περίοδο που το ψάρεμα γινόταν με «γρι – γρι». οι άνδρες στελέχω­ναν τα καΐκια του μικρού λιμανιού της Λόγιάς και ψάρευαν στα ανοιχτά του Ιονίου συνήθως σαρδέλλα. γαύρο και κολιό. Τον υπόλοιπο χρόνο ψάρευαν με ανεμότρατες.  Πρβλ. ενδεικτικά απόσπασμα από το σκωπτικό λαϊκό τραγούδι, όπου, μεταξύ των άλλων, καταγράφονται οι επαγγελματικές δραστηριότητες και τα διαφορετικά χαρακτηρολογικά στοιχεία/ στερεότυπα των κατοίκων των χωριών του νησιού.

Κι ο Βουρνικάς καλό χωριό, μα είν’ ούλοι μασκαράδες.

μέσ ’ την Κατούνα το χωριό εΐν ούλοι τους ψαράδες………………………………..

(Παντ. Κοντομίχη.Λαογραφικα σύμμεικτα Λευκάδας. Αθήνα 1999. εκδ. Γρηγόρη.σ. 264).

Σήμερα συνεχίζουν να ασχολούνται με το ψάρεμα σε πολύ μικρότερο ποσοστό γι’ αυτό και το εποχιακά απασχολούμενο εργατικό δυναμικό των ψαροκάικων -σύνολο 8 – που ανήκουν σε ντόπιους – προέρχεται από την Αίγυπτο.

[10]

Η αμπελοκαλλιέργεια αποτέλεσε στο 19ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά την Ένωση και την καταστροφή των αμπελιών της Γαλλίας (1869) την κύρια παραγωγική απα­σχόληση των κατοίκων ακόμα και του ορεινού χώρου και σημαντικό οικονομικό πα­ράγοντα στη ζωή τους. Στα ορεινά μάλιστα χωριά, η αμπελοκαλλιέργεια είχε τον χα­ρακτήρα μονοκαλλιέργειας. Γενικότερα για τη βιοτεχνική δραστηριότητα των κατοί­κων της Λευκάδας και τις καλλιέργειες βλ. Ανδ. Μ. Ανδρεάδης.

Περί της οικονομικής διοιρήσεως της Επτάνησου επί Ενετοκρατίας, τ. Α’ Αθήνα·.. Ο Ροντογιάννης (ό.π.. σ. 553 – 606) δίνει επίσης την ιστορική διαδρομή των καλλιεργειών και σκιαγραφεί τις παραγωγικές σχέσεις στα πλαίσια της εμπορευματικής οικονομίας και του περιφερει­ακού καπιταλισμού στη συνέχεια. Ειδικότερα σημειώνει ότι η πεδινή έκταση από το Φρύνι ώς την Κατούνα ήταν σκεπασμένη από αμπέλια κατά την περίοδο της οθωμανι­κής κατοχής (ό.π.. σ. 435). Βλ. επίσης Π. Κοντομίχης. «Αγροτικές βιοτεχνικές εργα­σίες». Επετηρίς Εταιρείας Λευχαδιχών Μελετών. Α’, σ. 223— 225.

[11]

Βλ. Π. Ροντογιάννης.ό. π..σ. 571-575· τα στοιχεία του απορρέουν από την ερ­γασία του Mehmet Cenc. «II Λευκάδα στις αρχές του ΙΗ’ αιώνα». Πρακτικά Δ’ Συνεδρίου Επτανησιακού Πολιτισμού.ό. π.,σ. 65-74.

[12]

Στις αρχές του αιώνα τα ελαιόδενδρα στη Λευκάδα έφταναν 1.123.469 (βλ. Ροντογιάννης. ό. π., σ. 460. 559). Στη συνέχεια υπήρξε μια μικρή αύξηση (200.000 σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Γεωργίας Ν. Λευκάδας), που διατηρήθηκε ώς το 1980 και σήμερα ο αριθμός εμφανίζεται αρκετά μικρότερος, εξαιτίας της έγκατάλειψής της καλλιέργειας και εξαιτΐας των μεταβολών των χρήσεων γης (οικοπεδοποίη­ση των ελαιώνων, οδοποΐα κ.λπ.).

[13]

«τριτάρικη» και «πεντάρικη» είναι συμβάσεις διανομής του προϊόντος της ελιάς, που υπογράφονταν σε κοινό συμφωνητικό ανάμεσα στον ιδιοκτήτη και στον μι­σθωτή. Ο συγκεκριμένος τρόπος διανομής θεωρείται ασύμφορος για τον ιδιοκτήτη, αλ­λά επικράτησε μεταπολεμικά, όταν το εργατικό δυναμικό αναζήτησε διέξοδο στα αστικά κέντρα και σε άλλες εργασίες (πρβλ. και Π. Κοντομίχης. Τα γεωργικά της Λευκάδας Αθήνα 1985.σ. 153-157).

[14]

Π. Κοντομίχης.ό.π..και Π. Κοντομίχης. «Το μάζεμα της ελιάς στη Λευκά­δα». Λαογραφία, τόμ. 33 (1982-84). σ. 427-35.

[15]

Βλ. το «Γενικό Μητρώο Δημοτών Κατούνας» (4 Ιουνίου 1955). όπου διαπιστώ­νεται ότι ένας αρκετά αξιόλογος αριθμός ανδρών. που γεννήθηκε στις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, δηλώνεται εμφανίζοντας ως τόπο κατοικίας του την Αμερι­κή (όπως π.χ. από τις οικογένειες Βρετού. Γουρζή, Διγενή. Κολόκα. Καβαδά. Καλού. Λάζαμη. Λογοθέτη. Μπάλτα. Ξάνθη. ΓΙαπαδάτου. Φωτεινού).

[16]

Βλ. Δήμος Μαλακάσης. «II εκατονταετία του 1850 – 1950 (Εισαγωγή στην εργα­σία: «Μαγαζιά, τέχνες στη Λευκάδα-Απομυθοποιήσεις)». Πρακτικά Δ’ Συνεδρίου Επτα­νησιακού Πολιτισμοί), ό.π.. σ. ‘.05 – 416), όπου σκιαγραφούνται οι διαδικασίες μετάβα­σης και ένταξης της τοπικής κοινωνίας της Λευκάδας στην ευρύτερη εθνική κοινωνία. Ο συγγραφεας κάνει λόγο για τη μικρή, αλλά αρκετά διαστρωματωμένη κοινωνία της Λευ­κάδας, που μετά το 1920 άλλαξε το κοινωνικό. οικονομικό και πολιτισμικό της πρόσωπο.

Η φυγή του αρχοντολογιού και η έξοδος στη συνέχεια του νεόφερτου στο νησί στρώματος των εμποροκτηματιών, που δεν εδραίωσε παραγωγικά και επενδυτικά τη θέση του στην τοπική κοινωνία, έφερε στο προσκήνιο μια νέα κυριαρχική δύναμη, το υγιές θα λέγαμε τμήμα των “μπουρανέλων”. Οι γενικότερες διαδικασίες της μετάβασης της νεοελληνικής κοινωνίας ανέδειξαν ισχυρό αυτό το τμήμα των μικρεμπόρων, των μεταπρατών, των βιο- τεχνών. επειδή τόλμησε να επενδύσει σε ριψοκίνδυνες, αλλά παραγωγικές επιχειρήσεις, που άλλαξαν αρκετά το οικονομικό και κοινωνικό πρόσωπο της πόλης.

[17]

Το συλλογικό, το «εμείς» ως συγχωριανοί, μετρούσε σε τέτοιες περιπτώσεις πάνω στις αποφάσεις των ισχυρών οικογενειών του χωριού υπακούοντας στους όρους που διαμόρφωνε μια κοινωνία αυτάρκειας. αυλλογικότητας και αλληλυγνωριμίας. Η τελευταία στέγαζε ετερότητες, διαβαθμίσεις κοινωνικές και διαφοροποιήσεις, που δεν αναιρούσαν την έννοια του χρέους και «του κοινού ανήκειν». του «εμείς».

— Κοίτα, όπου δημοπρατούσαν. οι φτωχότεροι εμείς χάναμε πέσω. Έπρεπε να πά­ρουν αυτοί το λιοτρίβι για να ζήσουν κι αυτοί. Έτσι έπρεπε να γίνει. Μπορεί να μας λένε «κεφάλια» και τσιφλικάδες, αλλά τότε ζούσαν από μας – με τις ελιές και το λιο­τρίβι και με άλλες ασχολίες, εκατόν πενήντα οικογένειες ζούσαν από μας…. Και μας σέβονταν».

[18]

Η συνήθης αμοιβή του ελαιοτριβείου, το «ξάι», όπως έλεγαν την αμοιβή σε λά­δι, ήταν το 1/10 της παραγωγής του νοικοκύρη.

[19]

Το 1959 σταμάτησε του Διγενή. Δεν πήγαιναν πια στα χειροκίνητα να κάμουν το λάδι τους, ούτε να δουλέψουν. Η δουλειά ήταν σκληρή. Πριν τον πόλεμο (1930) ο πατέρας του Γιάννη του Λογοθέτη ήρθε από την Αμερική και έφερε από την Ιταλία το υδραυλικό σύστημα, με υδραυλική πίεση. Κι εδώ το λάδι έβγαινε γρηγορότερα και πιό ξεκούραστα. Ξεκινούσαμε τη νύχτα μέχρι το μεσημέρι της άλλης μέρας και βγάζαμε 400 λάτες ελιές, σε λάδι 1 τοννο ως ένα διακόσια 1.200). Μετά έγινε γύρω στα 1950 του Συνεταιρισμού και άρχισαν τα πράγματα να αλλάζουν. Στράβωσαν πάλι με τα πολιτικά, με το ένα και με τ’ άλλο. Πριν τρία – τέσσερα χρόνια έκλεισε κι αυτό.

[20] 

Για την προβιομηχανική τεχνολογία παραγωγής του λαδιού βλ. Θ. Κωστάκης. «Η ελιά και το λάδι στην Τσακωνιά». Λαογραφιά. τόμ. ’21(1963-64) σ. 367-415. κ.ε. Στ. Μάνεσης. Η ελιά και το λάδι, Αθήνα 1960: Βιομηχανική Επιθεώρησις. Λ. Οικονόμου. «Προ­βιομηχανικές τεχνικές παραγωγής ελαιόλαδου στην περιοχή της Πετρίνας Λακωνίας». Πρακτικά του Δ. Τριήμερου Εργασίας με θέμα << Ελιά και Λάδι». Καλαμάτα 7- 9 Μάίου 1993. Αθήνα 1996. έκδ. ΠΤΙ ΕΤΒΛ.σ. 362-376. Σ. Χατζησάββας. «II τεχνολογία της μετατροπής του ελαιοκάρπου σε ελαιόλαδο κατά την αρχαιότητα στην Κύπρο», στο Ελιά και λάδι, ό.π.,σ. 59-69. Βλ. επίσης Δημ. Λουκόπουλος. Γεωργικά της Ρούμελης. Αθήνα – Γιάννινα 1983: Δωδώνη και ειδικότερα για το χειροκίνητο ελαιοτριβείο βλ. Λ. Οικονόμου. «Το χειροκίνητο λιοτρίβι στην Έλαφο Αγιάς». Τεχνολογία 8 (1998).σ.12-14.

[21]  

Μιλούμε για τη μνήμη των πιο παλιών προϊόντων της Ελλάδας και της Μεσο­γείου. της ελιάς και του λαδιού (ελαιοτριβείου), που αποτελούν μια σταθερά της γε­ωργικής τεχνικής και της βιοτεχνίας, που καταλήγει ως τεχνική και εμπειρία, να είναι όλο το βάθος της ιστορίας των ανθρώπων της Λευκάδας, της Ελλάδας και ολόκληρης της Μεσογείου

[22]

 Και είναι περίπου ίδιες, γιατί ότι τα άτομα θυμούνται, το θυμούνται ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας, μιας τάξης, όπου εντάσσονται. Η ατομική/ υποκειμενική μνή­μη αναδεικνύει έτσι κάποιους κοινούς τόπους, που αποκαλύπτουν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συμπεριφορές των ομάδων και των τάξεων και εμπερικλείουν ταυτόχρονα τον ρόλο του ατόμου στην ιστορική διαδικασία. Έτσι η ατομική μνήμη γίνεται συλ­λογική μνήμη. 0 υποκειμενικός χαρακτήρας των προφορικών πηγών δεν επιτρέπει βέ­βαια την άμεση ανακατασκευή του παρελθόντος, αλλά συνδέει το παρελθόν με το πα­ρόν σε μια σχέση φορτισμένη με συμβολική σημασία (βλ. ενδεικτικά για την έννοια της υποκειμενικότητας ως ιστορικής έννοιας και για την αξιοποίηση των προφορικών μαρτυριών και της μνήμης από την Ιστορία, Λουίζα Πασσερίνι. Σπαράγματα του 20ού αιώνα. Η Ιστορία ως βιωμένη εμπειρία. Αθήνα 1998).

[23]

«Έτσι οι μνημονικοί τόποι γεννώνται και παίρνουν ζωή από την αίσθηση ότι δεν υπάρχει πλέον αυθόρμητη μνήμη, ότι πρέπει να δημιουργηθούν Λοχεία, να τηρηθούν συμ­βολαιογραφικές πράξεις, να διατηρηθούν οι επέτειοι, να διοργανωθούν εορτασμοί, να απαγγελθούν οι επικήδειοι, όλες αυτές οι ενέργειες δεν είναι φυσικές…. η διάλυση λοιπόν της μνήμης εξαγοράζεται από μια γενικευμένη επιθυμία καταγραφής» (Pierre. Nora).

[24]

Γενικότερα για τις διάφορες εκφράσεις της μουσειακής πολιτικής και πρακτι­κής βλ. ενδεικτικά. ICOM. Πρακτικά Λ’ Συνάντησης Μουσειολογίας Αθήνα. ‘29-31 Οκτωβρίου 1984. Αθήνα 1987. Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας. Πρα­κτικά της Λ’ Συνάντησης Λαογραφικών Μουσείων των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινό­τητας με θέμα: Ο ρόλος των Λαογραφικών Μουσείων στα πλαίσια της Ενωμένης Ευ­ρώπης (Αθήνα. 1-5 Οκτωβρίου 1992). Αθήνα 1994. Υπουργείο Πολιτισμού – Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Λαογραφικά Μουσεία στην Ελλάδα: .Μορφές -εξέλιξη – προοπτικές. Επιστημονικό Συμπόσιο. Αθήνα 1997. Μ. Σκαλτσά, Για τη μουσειολογία και τον πολιτισμό. Θεσσαλονίκη 1999: εκδ. Εντευκτήριο.

Η Κωνσταντίνα Μπάδα είναι καθηγήτρια Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας.
Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Iωαννίνων. Εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στο γνωστικό πεδίο της Λαογραφίας. Από το 1985 είναι μέλος του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Κατά την διάρκεια των εκπαιδευτικών της αδειών είχε την ευκαιρία να διευρύνει τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα προς τον ευρύτερο χώρο της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (Πανεπιστημίου του Cambridge (1986 – 87, 1991), όπως επίσης και προς στο πεδίο της Προφορικής Ιστορίας και των Γυναικείων Σπουδών στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Essex (1997 – 98).

You may also like...

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *